ἑπτάστομος

ἑπτάστομος
ἑπτά-στομος, ον,
A seven-mouthed, πύλαι ἑ., of Boeotian Thebes, E. Supp.401 ; ἑ. πύργωμα, πόλισμα, Id.Ph.287,Ba.919 ;

πύλαι S.Fr.773

; of rivers, Str.4.1.8, 7.3.15.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επτάστομος — ἑπτάστομος, ον (Α) 1. (για οχυρωμένες πόλεις) με επτά διόδους, επτά ανοίγματα («ἑπτάστομοι πύλαι», Ευρ.) 2. (για ποταμό) με επτά στόμια («τοῑς στόμασι τοῡ Ροδανοῡ, καὶ μάλιστα οἱ φήσαντες ἑπτάστομον αὐτόν», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • ἑπτάστομος — seven mouthed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑπταστόμως — ἑπτάστομος seven mouthed adverbial ἑπτάστομος seven mouthed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑπτάστομον — ἑπτάστομος seven mouthed masc/fem acc sg ἑπτάστομος seven mouthed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑπταστόμοις — ἑπτάστομος seven mouthed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑπταστόμου — ἑπτάστομος seven mouthed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑπταστόμους — ἑπτάστομος seven mouthed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑπταστόμῳ — ἑπτάστομος seven mouthed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ …   Dictionary of Greek

  • εφτάστομος — η, ο επτάστομος, που έχει επτά στόματα ή στόμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + στόμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”